- κατεχόντων
- κατέχωhold fastpres part act masc/neut gen plκατέχωhold fastpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одьржати — ОДЬРЖ|АТИ (106), ОУ, ИТЬ гл. 1.Окружать, обступать: обидоша м˫а пси мнози и ѹньци тѹчьни одьржаша м˫а. СкБГ XII, 116; ни ограды одержащее. заблужающеѥ в гора(х) (περιεχόμενον) ГБ к. XIV, 119г; || перен.: мл(с)ть тво˫а… застѹписта мѧ ˫ако ѡдержѧша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τιτανίδα — η / Τιτανίς, ίδος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. Τιτηνίς Α μυθ. καθεμιά από τις αδελφές ή τις συζύγους τών Τιτάνων («Τιτανὶς Θέμις», Αισχύλ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) α) «Τιτανὶς γῆ ἤτοι πᾱσα ἡ γῆ [ἤ] ἡ [Ἀττικὴ] ἀπὸ τῶν κατεχόντων» β) «Τιτανίδα τὴν Εὔβοιαν».… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek